- άργητα
- ηβραδύτητα, καθυστέρηση: Δεν είναι άργητα να πάω να το φέρω αυτό που ξέχασες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀργῆτα — ἀργής bright masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάργητος — η, ο 1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα 2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί 3. ακούραστος, άοκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άργητος άλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του… … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
ἀργῆτ' — ἀ̱ργῆτο , ἀργέω to be unemployed imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ργῆτε , ἀργέω to be unemployed imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀργῆτε , ἀργέω to be unemployed pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἀργῆτε , ἀργέω to be unemployed pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)